- τρισέλιδος
- -η, -ο, Ναυτός που αποτελείται από τρεις σελίδες (α. «τρισέλιδη αναφορά» β. «τρισέλιδο δελτίο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -σέλιδος (<σελίδα), πρβλ. δι-σέλιδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο περιοδικό Πανδώρα].
Dictionary of Greek. 2013.